ενιαυσιαίος

ενιαυσιαίος
ἐνιαυσιαῑος, -α, -ον (AM) [ενιαυτός]
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῑον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῑος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῑον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνιαυσιαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖον — ἐνιαυσιαῖος masc acc sg ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίων — ἐνιαυσιαῖος fem gen pl ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖα — ἐνιαυσιαῖος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαῖοι — ἐνιαυσιαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίαις — ἐνιαυσιαῖος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίη — ἐνιαυσιαῖος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίοις — ἐνιαυσιαῖος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίου — ἐνιαυσιαῖος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιαυσιαίους — ἐνιαυσιαῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”